πεντεκαίδεκα
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.,
A fifteen, Simon. 125, Th.3.94, Pl.R. 540a, etc. ; οἱ π. ἄνδρες, quindecimviri sacris faciundis, D.C.53.1, cf. 42.51 ; ἱερεῖς οἱ π. καλούμενοι Id.44.15.
German (Pape)
[Seite 557] funfzehn; Her. 1, 203; Plat. Rep. VII, 540 a u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτον, δέκα καὶ πέντε, κοινῶς δεκαπέντε, Σιμωνίδ. 154, Ἡρόδ. 1. 153. κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
quinze.
Étymologie: πέντε, καί, δέκα.
Greek Monolingual
και πεδεκαίδεκα
άκλ.
1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες
2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα
(ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί δέκα.
Russian (Dvoretsky)
πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. пятнадцать Her. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντεκαίδεκα [πέντε, καί, δέκα] indecl., vijftien.
Middle Liddell
fifteen, Hdt., etc.