πολύλεκτος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ον,
A requiring full discussion, ζήτησις Zos.Alch.p.107 B.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που απαιτεί διεξοδική συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λεκτός (< λέγω) πρβλ. δύσ-λεκτος].