ἀκόνιον
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
τό, in Medicine, specific for eyes, prob. powdered
A by rubbing on an ἀκόνη, Dsc.1.98.
German (Pape)
[Seite 77] τό, Augenheilmittel, Dioscor.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόνιον: τό, παρ’ ἰατρ. φάρμακόν τι ἀντιπαθὲς ὀφθαλμικῇ νόσῳ, πιθανῶς τριβόμενον ἐπὶ ἀκόνης, Διοσκ. 1. 129.
Spanish (DGE)
τό
polvillopara hacer un colirio para los ojos, Dsc.1.98.2, cf. Hdn.Gr.1.363.
Greek Monolingual
ἀκόνιον, το (AM)
μσν.
το ακόνι
αρχ.
είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκοριστικό του αρχαίου οοσιαστικού ἀκόνη. Η λ. στον Διοσκορίδη δηλώνει «είδος φαρμάκου για τα μάτια» — η σημασία αυτή είναι πιθανό να οφείλεται στην ομοιότητα του φαρμάκου με τη σκόνη που παράγεται κατά τη χρησιμοποίηση του ακονιού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόνι].