ἐκσαγηνεύω
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
English (LSJ)
A entangle in the toils, Plu.2.52c.
German (Pape)
[Seite 778] mit dem Zugnetze fangen, Plut. de adul. et am. discr. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσᾰγηνεύω: ἐξάγω τῆς σαγήνης, τοῦ δικτύου, ἀλλ’ αὑτὸν ἐκσαγηνεύει Πλούτ. 2. 52C· κατ’ ἄλλους = σαγηνεύω, ἀλλὰ κακῶς.
French (Bailly abrégé)
retirer d’un filet.
Étymologie: ἐκ, σαγηνεύω.
Spanish (DGE)
1 acechar, perseguir con la red ἐκσαγηνεύει καὶ περιβάλλεται τὸν κυνηγόν Plu.2.52c.
2 fig. llevarse como botín πάντα ὅσα λοιπὰ ἦν Hp.Ep.27.
Greek Monolingual
ἐκσαγηνεύω (Α)
1. συλλαμβάνω με τη σαγήνη, με το δίχτυ, παγιδεύω στα δίχτυα
2. (κατ' άλλους) βγάζω από τη σαγήνη, από το δίχτυ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσᾰγηνεύω: ловить в свои сети (αὐτὸν τὸν κυνηγόν Plut.).