συναποκλίνω

From LSJ
Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποκλίνω Medium diacritics: συναποκλίνω Low diacritics: συναποκλίνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synapoklínō Transliteration B: synapoklinō Transliteration C: synapoklino Beta Code: sunapokli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A turn aside together with, pf. Pass. -κέκλῐμαι Lib.Descr.22.5.    II intr., turn aside together, ἐπ' ἀμφότερα Plu.2.790e: abs., J.BJ1.24.2; ἡ δειρὴ τῷ παντὶ σ. προσώπῳ Lib.Descr.18.3.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich abbiegen, ablenken, auch intrans., mit abbiegen, abgehen, ἐπ' ἀμφότερα, Plut. an seni 12.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκλίνω: [ῑ], ὁμοῦ μετά τινος ἀποκλίνω, ἀποστρέφω, παθ., ἡ δὲ οἱ δειρὴ τῷ παντὶ συναπεκλίνη προσώπῳ Λιβάν. 4. 1088, 14, κλπ. ΙΙ. ἀμεταβ., συναποκλίνων ἐπ’ ἀμφότερα Πλούτ. 2. 790Ε· ἀπολ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. συναπεκλίνην;
s’incliner ou pencher en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκλίνω.

Greek Monolingual

Α
αποκλίνω μαζί με άλλον («συναπέκλιναν δὲ... οἱ μὲν ἑκόντες», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκλίνω «κλίνω, γέρνω, στρέφω προς τα πίσω, φεύγω»].

Russian (Dvoretsky)

συναποκλίνω: (ῑ) одновременно склоняться (ἐπ᾽ ἀμφότερα Plut.).