τετράστεγος

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστεγος Medium diacritics: τετράστεγος Low diacritics: τετράστεγος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: tetrástegos Transliteration B: tetrastegos Transliteration C: tetrastegos Beta Code: tetra/stegos

English (LSJ)

ον,

   A with four stories, D.S.20.85, J.AJ1.3.2; fem. , PRyl.153.8 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Stockwerken; D. Sic. 20, 85; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

τετράστεγος: -ον, ἔχων τέσσαρας στέγας, ἤτοι τέσσαρα πατώματα, τετράπατος, Διόδ. 20. 85, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις στέγες, τέσσερα πατώματα («δύο... πύργους τετραστέγους», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. πεντά-στεγος].

Russian (Dvoretsky)

τετράστεγος: четырехкровельный, т. е. четырехярусный (πύργοι Diod.).