ἀμφιελίσσω
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
A wind round, Arat.996, Orph.Fr.115.
German (Pape)
[Seite 138] umwinden, umwickeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιελίσσω: περιτυλίσσω, Ὀρφ. Ἀποσπ. 44, Ἄρατ. 996· πρβλ. ἀμφελίσσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμφελίσσω Pi.N.1.43, E.Andr.425, Aret.CA 2.4.7
1 enlazar, atar c. ac. y dat. ἀμφὶ δ' ὠλένας ἕλισσ' ἐμοῖς νώτοισι E.Tr.762
•v. med. mismo sent. τέκνοισιν ... γνάθους ἀμφελίξασθαι Pi.l.c.
•c. ac. ἀ. εἴριον hacer un ovillo de lana Hp.Mul.2.162.
2 envolver, abarcar c. ac. y dat. instrum. (πόδας) εἰρίοισι ἀμφελίσσειν Aret.l.c., Ὠκεανοῖο, ὃς γαῖαν δίνῃσι πέριξ ἔχει ἀμφιελίξας Orph.Fr.115
•c. ac. ἀμφελίξαντες χέρας atándole las manos E.Andr.425.
3 hacer girar de las constelaciones, Arat.996.
Greek Monolingual
ἀμφιελίσσω (Α)
περιελίσσω, περιτυλίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ἑλίσσω < ἕλιξ (πρβλ. και ἀμφελίσσω).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιελικτός, ἀμφιέλισσα.