ἀναγλυκαίνω

From LSJ
Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγλῠκαίνω Medium diacritics: ἀναγλυκαίνω Low diacritics: αναγλυκαίνω Capitals: ΑΝΑΓΛΥΚΑΙΝΩ
Transliteration A: anaglykaínō Transliteration B: anaglykainō Transliteration C: anaglykaino Beta Code: a)naglukai/nw

English (LSJ)

   A sweeten:—Pass., become sweet, Thphr.CP3.22.3.

German (Pape)

[Seite 183] versüßen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγλῠκαίνω: γλυκύνω: παθ., γίνομαι γλυκύς, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3.

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι (πάλι) γλυκό, γλυκαίνω, ξαναγλυκαίνω
2. μέσ. γίνομαι (πάλι) γλυκός, γλυκαίνομαι, ξαναγλυκαίνομαι
3. (για ζύμη) γίνομαι νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γλυκαίνω.