ἀπολιχμάομαι
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
A lick off, αἷμα Il.21.123:—later in Act., D.H.1.79. II lick, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.
German (Pape)
[Seite 312] ablecken, Il. 21, 123 οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται; Sp. auch activ., τὸν πηλὸν ἀπελίχμα αὐτῶν D. Hal. 1, 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολιχμάομαι: ἀποθ. = ἀπολείχω, αἷμα Ἰλ. Φ. 123· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. λείχω, τὸ πρόσωπον Λόγγ. 1. 5.
Spanish (DGE)
chupar, lamer, αἷμα Il.21.123, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.2
•tard. en v. act. τῇ γλώττῃ τὸν πηλόν Fabius Pictor 4b.6.
Greek Monolingual
ἀπολιχμάομαι (Α)
γλείφω.
Greek Monotonic
ἀπολιχμάομαι: αποθ., ἀπολείχω, καθαρίζω, γλείφοντας, αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολιχμάομαι: слизывать (αἷμα Hom.).