ἀπορρύπτω

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρύπτω Medium diacritics: ἀπορρύπτω Low diacritics: απορρύπτω Capitals: ΑΠΟΡΡΥΠΤΩ
Transliteration A: aporrýptō Transliteration B: aporryptō Transliteration C: aporrypto Beta Code: a)porru/ptw

English (LSJ)

   A cleanse thoroughly, Asp.in EN25.1, Luc.Gall.9; τοὺς πόρους Gal.11.745:—Med., cleanse oneself, Plu.Sull.36, Ael.NA9.62: c.acc., ἀ. τὰς ἐκ παθῶν καὶ νοσημάτων κηλῖδας Ph.2.487, cf. Iamb.Protr.21.ιά.    2 wash away, μελεδωνάς prob. cj. in AP9.815.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρύπτω: ἀποπλύνω τὸν ῥύπον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9. - Μεσ., καθαρίζω ἐμαυτὸν, Ἐμπεδ. 442 Stein, Πλουτ. Σύλλ. 36, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 62. 2) ἀποπλύνω, τὸ λοετρὸν ἀπορρύπτει μελεδῷνας Ἀνθ. Π. 9. 815. Ὡσαύτως -ρυπόω, Ἡσύχ.: ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -πωσις, ἡ, καθαρισμὸς, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

nettoyer.
Étymologie: ἀπό, ῥύπτω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀπορύπτω Gal.11.745
1 limpiar τοὺς πόρους Gal.l.c., ἐμαυτόν Luc.Gall.9
fig. borrar, limpiar, eliminar μελεδῶνας AP 9.815, un baldón ὃν ... ἀπορρύψειεν ὁ γενναῖος Asp.in EN 25.1, el pecado, Gr.Nyss.Bapt.Chr.p.222.15.
2 en v. med. limpiarse, lavarse c. ac. σπίλους Pythag.Ep.2.2
abs., Artem.4.41, Plu.Sull.36, Ael.NA 9.62
fig. τὰς ἐκ παθῶν καὶ νοσημάτων κηλῖδας Ph.2.487, τὰς δὲ φαύλας (πράξεις) Iambl.Protr.21, τὰς ἁμαρτίας ἀπορρυπτόμεθα Clem.Al.Paed.1.6.26, la herejía, Eus.HE 4.30.3.

Greek Monolingual

ἀπορρύπτω (Α) ρύπτω
1. καθαρίζω προσεκτικά
2. ξεπλένω.

Greek Monotonic

ἀπορρύπτω: μέλ. -ψω, ξεπλένω τη βρωμιά, καθαρίζω σχολαστικά, σε Λουκ. — Μέσ., καθαρίζω προσεκτικά τον εαυτό μου, ξεπλένομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορρύπτω: тж. med. тщательно чистить, очищать, смывать (σῶμα Plut.; ἑαυτόν Luc.; перен. μελεδῶνας Anth.).

Middle Liddell


to cleanse thoroughly, Luc.: Mid. to cleanse oneself, Plut.