ἀρτιθανής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A just dead, E.Alc.600 (lyr.), Men. Prot.p.89D.
German (Pape)
[Seite 362] ές, jüngst gestorben, Eur. Alc. 608.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιθᾰνής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου ἀποθανών, Εὐρ. Ἄλκ. 600.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mort depuis peu.
Étymologie: ἄρτι, θνῄσκω.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐθᾰνής) -ές
recién muerto νέκυς E.Alc.600, cf. Nonn.Par.Eu.Io.11.13, Men.Prot.p.89.
Greek Monolingual
ἀρτιθανής, -ές (Α)
αυτός που πέθανε πριν λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θανής < (θ.) θαν-, έθανον (αόρ. β' του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής].
Greek Monotonic
ἀρτιθᾰνής: -ές (θνῄσκω), αυτός που μόλις πέθανε, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιθᾰνής: только что умерший Eur.