ἄσειρος

From LSJ
Revision as of 15:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσειρος Medium diacritics: ἄσειρος Low diacritics: άσειρος Capitals: ΑΣΕΙΡΟΣ
Transliteration A: áseiros Transliteration B: aseiros Transliteration C: aseiros Beta Code: a)/seiros

English (LSJ)

ον,

   A without trace, ἵππος Eust.1734.2.

German (Pape)

[Seite 369] ohne Seil, nicht angebunden, ἵππος Hesych.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene tiro ἵππος Trag.Adesp.200, cf. Eust.1734.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄσειρος, -ον) σειρά
νεοελλ.
1. όποιος έχει ταπεινή καταγωγή
2. (για ζώο) καχεκτικός, αδύνατος
3. «ἄσειρον ἱστίον» — το πανί που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας
μσν.
«ἄσειρος ἵππος» — ο άδετος.