ἐκφλυνδάνω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A break out, of sores, Hp.Int.13,46 (-φινδάνω f.l. in Gal.19.96).
German (Pape)
[Seite 785] = Folgdm, bes. vom Ausbrechen der Geschwüre, Hippocr., Galen. ἐκφινδάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφλυνδάνω: «ἀνοίγω», «σπάνω», ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. 539., 557. 17˙ - ἐξ οὗ πρέπει νὰ διορθωθῇ τὸ ἐν τῷ λεξικῷ Γαλην. (464) ἐκφινθάνει εἰς ἐκφλυνδάνει.
Spanish (DGE)
brotar, salir ἕλκεα ἐκφλυνδάνει ἐκ τῆς ὀσφύος Hp.Int.13, cf. 46 (cód., pero cf. ἐκφύω).
Greek Monolingual
ἐκφλυνδάνω (Α)
ιατρ. (για πληγή) ανοίγω.
Frisk Etymological English
See also: s. φλύω
Frisk Etymology German
ἐκφλυνδάνω: {ek-phlundánō}
Grammar: v.
Meaning: hervorbrechen, sprießen (Hp. Int. 13, 46).
Etymology : Expressives Nasalpräsens neben φλυδάω, φλύζω; s. φλύω. Vgl. Schwyzer 699.
Page 1,479