ἐνσπείρω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Ep. ἐνισπ-,
A sow in, ἐνισπείρας [ὀδόντας] πεδίοισιν A.R.3.1185:—Pass., ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐ. ζῴοις Jul. Or.6.194c; ὑπὸ φύσεως Iamb.Myst.3.27.
German (Pape)
[Seite 852] ep. ἐνισπείρω, einstreuen, einsäen, von Kadmos, ὀδόντας ἐνισπείρας πεδίοισι, Ap. Rh. 3, 1184; übertr., ὁ λόγος πολὺς ἤδη ἐνέσπαρται, es hat sich das Gerücht sehr verbreitet, Xen. Cyr. 5, 2, 30; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσπείρω: σπείρω ἔν τινι τόπῳ, ὀδόντας πεδίῳ ἐνσπεῖραι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1185. - Παθ., μεταφ. διαδίδομαι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ φημῶν, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 2. 30.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἐνισπ- A.R.3.1185
I sembrar en c. ac. y dat. ἐνισπείρας (ὀδόντας) πεδίοισιν A.R.l.c.
II fig.
1 implantar, diseminar, extender en o por c. ac. y dat. τὴν Αἰολίδα τοῖς βαρβάροις ἐνσπειράντων φωνήν Lyd.Mag.1.5, πᾶσιν ἐνέσπειρεν δεσμὸν πυριβριθῆ ἔρωτος Orac.Chald.39.2, ἐνσπείρει γάρ τι τῶν ἀπᾳδόντων θεῷ Cyr.Al.Luc.1.89.18, en v. pas. ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐνέσπαρται ζῴοις Iul.Or.9.194c, οὐ δεῖ νομίζειν ταύτην (τὴν μαντικήν) ἐνσπείρεσθαι ἀπὸ φύσεως Iambl.Myst.3.27
•tb. en v. med. τὸ ἐνσπείρεσθαι ψυχὰς σώμασιν Origenes Io.13.50.327
•en perf. pas. estar diseminado, esparcido c. giro prep. (πολλά) ἐν τοῖς βιβλίοις ἐνέσπαρται Aristid.Or.50.25, ἐν ... τοῖς τρισὶ στοιχείοις τὸ πῦρ ... ἐνέσπαρται Clem.Al.Ex.Thdot.48.
2 impregnar, infundir c. dos ac. σὺ εἶ ὁ ἐκ παίδων με ἐνσπείρας ζωήν ref. Cristo A.Thom.A 144, c. ac. y rég. prep. ἀγαθὰς ... πράξεις ... διὰ τοῦ ἐνσπείροντος ἐν αὐτῇ Χριστοῦ Ammon.Io.96.5
•inocular τὸν ἰὸν ἐνέσπειρε τὸν ἑαυτῆς Eva a Adán, Chrys.Iob 2.9.23.
Greek Monolingual
(AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) σπείρω
διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό»)
μσν.
εμφυτεύω
αρχ.
σπείρω σ' έναν τόπο.
Russian (Dvoretsky)
ἐνσπείρω: досл. (где-л.) рассеивать, перен. распространять (ὁ λόγος ἐνέσπαρται Xen. - v. l. ἔσπαρται).