ἐξοπτάω
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
A bake thoroughly, ἐν τῇ καμίνῳ τοὺς ἀμφορέας Hdt.4.164; σάρκας πυρί E.Cyc.403, cf. Ar.Ach.1005:—Pass., τεμάχη ἐξωπτημένα Pherecr.108.10, cf. Eub.15.8; ἐ. τὴν κάμινον heat it violently, Hdt. 4.163. II metaph., of love, ἐξοπτᾷ δ' ἐμέ S.Fr.474.3.
German (Pape)
[Seite 887] ausbraten, rösten, backen; σάρκας πυρί Eur. Cycl. 402; τὰ λαγῷα Ar. Ach. 1005; τὴν κάμινον Her. 4, 163. – Uebertr., ausdörren, von der Liebe, ἐξοπτᾷ δ' ἐμέ Soph. frg. 421.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοπτάω: μέλλ. -ήσω, ὀπτῶ, «ψήνω» καλῶς, ἐν τῇ καμίνῳ Ἡρόδ. 4. 164· σάρκας πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 403, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1005: - Παθ., τεμάχη ἐξωπτημένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 10, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Αὔγῃ» 1. 8· ἐξ. τὴν κάμινον, ὑπερθερμαίνω, Ἡροδ. 4. 163. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Λατ. exurere, ἐκκαίω, κατακαίω, ἐξοπτᾷ δ’ ἐμὲ Σοφ. Ἀποσπ. 421.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire rôtir ; ἐν καμίνῳ HDT dans un four.
Étymologie: ἐξ, ὀπτάω.
Greek Monotonic
ἐξοπτάω: μέλ. -ήσω,
1. ψήνω καλά, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. υπερθερμαίνω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοπτάω:
1) прожаривать, изжаривать (σάρκας πυρί Eur.; τὰ λαγῷα Arph.);
2) обжигать (τοὺς ἀμφορέας ἐν τῇ καμίνῳ Her.);
3) разжигать, растапливать (τὴν κάμινον Her.);
4) перен. сжигать, опалять (ἀστραπή τις ὀμμάτων ἐξοπτᾷ δ᾽ ἐμέ Soph.).
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to bake thoroughly, Hdt., Eur.
2. to heat violently, Hdt.