ὀνείρειος

From LSJ
Revision as of 15:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείρειος Medium diacritics: ὀνείρειος Low diacritics: ονείρειος Capitals: ΟΝΕΙΡΕΙΟΣ
Transliteration A: oneíreios Transliteration B: oneireios Transliteration C: oneireios Beta Code: o)nei/reios

English (LSJ)

α, ον,

   A of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809 ; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8.

German (Pape)

[Seite 345] zum Traume gehörig, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Thoren der Träume, Od. 4, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les songes.
Étymologie: ὄνειρος.

English (Autenrieth)

ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.

Greek Monolingual

ὀνείρειος, -εία, -ον (Α) όνειρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.

Greek Monotonic

ὀνείρειος: -α, -ον (ὄνειρος), ονειρικός, αυτός που ανήκει στη σφαίρα του ονείρου, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείρειος: ведущий в царство или из царства сновидений (πύλαι Hom.).

Middle Liddell

ὀνείρειος, η, ον ὄνειρος
dreamy, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι at the gates of dreams, Od.