ὑποτρέπομαι
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
Pass.,
A turn back, Plu.2.77d, Opp.H.3.516.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρέπομαι: παθ., τρέπομαι ἢ στρέφομαι ὀπίσω, ὑποστρέφω, γυρίζω ὀπίσω, Πλούτ. 2. 77Ε· ἐφερπύζουσα δὲ λάθρη αὖτις ὑποτρέπεται Ὀππ. Ἁλ. 3. 516.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ὑπετράπην;
retourner, revenir sur ses pas, revenir.
Étymologie: ὑπό, τρέπω.
Greek Monolingual
Α τρέπω / -ομαι]
επιστρέφω, γυρίζω πίσω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτρέπομαι: возвращаться обратно Plut.