πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Full diacritics: ὠμόβρωτος | Medium diacritics: ὠμόβρωτος | Low diacritics: ωμόβρωτος | Capitals: ΩΜΟΒΡΩΤΟΣ |
Transliteration A: ōmóbrōtos | Transliteration B: ōmobrōtos | Transliteration C: omovrotos | Beta Code: w)mo/brwtos |
ον,
A eaten raw, Nic.Al.428.
ὠμόβρωτος: -ον, ὁ βρωθείς, φαγωθεὶς ὠμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 428.
-ον, Α
αυτός που έχει φαγωθεί ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. πολύ-βρωτος].