ῥυμοτομία

From LSJ
Revision as of 15:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡμοτομία Medium diacritics: ῥυμοτομία Low diacritics: ρυμοτομία Capitals: ΡΥΜΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: rhymotomía Transliteration B: rhymotomia Transliteration C: rymotomia Beta Code: r(umotomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A division of a town or camp by streets, Plb.6.31.10, D.S.17.52, Str.14.1.37.

German (Pape)

[Seite 851] ἡ, Eintheilung der Stadt in Straßen, Viertel, Pol. 6, 31, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡμοτομία: ἡ, ἡ διαίρεσις πόλεως εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, Πολύβ. 6. 31, 10, Διόδ. 17. 52, Στράβ. 646· ἐν τῷ πληθ., ὁδοὶ ἢ συνοικίαι, Ἄννα Κομν. 2. 6.

Greek Monolingual

η / ῥυμοτομία, ΝΜΑ ῥυμοτομῶ
η διαίρεση μιας πόλης σε ρύμες, σε δρόμους, η χάραξη και διάνοιξη οδών
νεοελλ.
κλάδος της πολεοδομίας που έχει ως αντικείμενο τη διαρρύθμιση του χώρου μέσα στον οποίο πρόκειται να δημιουργηθεί ένας οικισμός και περιλαμβάνει τη χάραξη οδών και πλατειών, τη δημιουργία πάρκων και άλλων έργων, σύμφωνα με τους επιστημονικούς κανόνες, τις εκάστοτε ισχύουσες αισθητικές αντιλήψεις και, κυρίως, τις πρακτικές ανάγκες που πρόκειται να εξυπηρετηθούν
μσν.
στον πληθ. αἱ ῥιμοτομίαι
οι συνοικίες.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡμοτομία: ἡ разделение на улицы или кварталы, планировка (города или лагеря) Polyb., Diod.