χρυσεοβόστρυχος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ον,
A with golden tresses, Διὸς ἔρνος E.Ph.191 (lyr.), Philox.8.
German (Pape)
[Seite 1379] ον, = χρυσοβόστρυχος; Eur. Phoen. 198; Philem. bei Ath. XIII, 564 e.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεοβόστρῠχος: -ον, = χρυσοβόστρυχος, Εὐρ. Φοίν. 191.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χρυσοβόστρυχος.
Greek Monotonic
χρῡσεοβόστρῠχος: -ον, = χρυσοβόστρυχος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεοβόστρῠχος: златокудрый (Ἄρτεμις Eur.).
Middle Liddell
χρῡσεο-βόστρῠχος, ον, = χρυσοβόστρυχος, Eur.]