ἀνείλιξις
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
εως, ἡ,
A reversal of motion, Pl.Plt.270d, 286b.
German (Pape)
[Seite 220] ἡ, das Umwälzen, der Umschwung, τοῦ παντός, des Alls, Plat. Polit. 270 d, nach Bekk.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείλιξις: εως. ἡ, ἀνακύκλησις, ξυνεπόμενον τῇ τοῦ παντὸς ἀνειλίξει Πλάτ. Πολιτ. 270D, περὶ τὴν τοῦ παντὸς ἀνείλιξιν 286Β.- Ἐν τοῖς Α. Β. εἶναι γεγραμμένον: «ἀνείλιξιν: τὴν ἀνάλυσιν, Πλάτων Πολιτικῷ».
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
reversión, curso inverso τοῦ παντός Pl.Plt.270d, 286b.
Greek Monolingual
ἀνείλιξις, η (Α) ανειλίσσω
αντιστροφή κίνησης, ανακύκληση.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείλιξις: εως ἡ поворот, переворот Plat.