ἀνόστητος

From LSJ
Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόστητος Medium diacritics: ἀνόστητος Low diacritics: ανόστητος Capitals: ΑΝΟΣΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anóstētos Transliteration B: anostētos Transliteration C: anostitos Beta Code: a)no/sthtos

English (LSJ)

ον,

   A unreturning, Orph.A.1269.    II whence none return, χῶρος ἐνέρων AP7.467 (Antip. Sid.), cf. Opp.H.3.586, etc.

German (Pape)

[Seite 242] 1) nicht zurückkehrend, Orph. Arg. 1269. – 2) woraus man nicht zurückkehren kann, Ant. Sid. 110 (VII, 467); χῶρος ἐνέρων Opp. H. 3, 586. 4, 108; Man. 1, 193.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόστητος: -ον, ὁ μὴ ἐπανερχόμενος, Ὀρφ. Ἀργ. 1268. ΙΙ. ὁ τόπος ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐπανέλθῃ, ἐς τὸν ἀνόστητον χῶρον ἔβης ἐνέρων Ἀνθ. Π. 7. 467, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 586, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne revient pas;
2 d’où l’on ne revient pas.
Étymologie: ἀ, νοστέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no regresa Orph.A.1269.
2 de donde no se regresa ἐς τὸν ἀ. χῶρον ἔβης ἐνέρων AP 7.467 (Antip.Sid.), cf. Trag.Adesp.658.17, λόχος Opp.H.3.586, el Hades, Nonn.D.30.159, Par.Eu.Io.2.22, κόλποι Nonn.Par.Eu.Io.5.25, τύμβοι Nonn.Par.Eu.Io.5.28.

Greek Monolingual

ἀνόστητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω
2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείςἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» — για τον Αδη).

Greek Monotonic

ἀνόστητος: -ον (νοστέω), τόπος απ' όπου δεν επιστρέφει κανείς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόστητος: из которого нет возврата (χῶρος ἐνέρων Anth.).

Middle Liddell

νοστέω
whence none return, Anth.