ἀπειθαρχία
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ἡ,
A disobedience to command, Antipho Soph.72, D.C. Fr.57.17.
German (Pape)
[Seite 283] ἡ, Ungehorsam, Antiph. B. A. 78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειθαρχία: ἡ, ἀπείθεια εἰς προσταγὴν, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78, Δίων Κ. Ἐκλογ. 23. 80.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
insubordinación Antipho Soph.B 72, τῆς ἀπειθαρχίας ἆθλον D.C.57.17.
Greek Monolingual
η (AM ἀπειθαρχία)
έλλειψη πειθαρχίας, απείθεια, ανυπακοή.