ἐφηβεύω

From LSJ
Revision as of 15:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφηβεύω Medium diacritics: ἐφηβεύω Low diacritics: εφηβεύω Capitals: ΕΦΗΒΕΥΩ
Transliteration A: ephēbeúō Transliteration B: ephēbeuō Transliteration C: efiveyo Beta Code: e)fhbeu/w

English (LSJ)

   A to be an ἔφηβος, arrive at man's estate, Str.14.1.18, Paus.7.27.5, Artem.1.54; οί ἐφηβεύσαντες those who have undergone the ephebic training, IG22.665, etc., cf. Hp.Ep.25; τὸ ἐφηβεῦον, = οἱ ἔφηβοι, Hld. 7.8.

German (Pape)

[Seite 1116] ein ἔφηβος sein, zum Jünglingsalter gelangen, Artemid. 1, 54; τὸ ἐφηβεῦον τῆς πόλεως, = οἱ ἔφηβοι, Hel. 7, 8; auch die Uebungen der Jünglinge anstellen, Paus. 7, 27, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφηβεύω: εἶμαι ἔφηβος, φθάνω εἰς ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Παυσ. 7. 27, 5, Ἀρτεμίδ. 1. 54· οἱ ἐφηβεύσαντες, οἱ γενόμενοι ἔφηβοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 265, 272Β, 275-6, κ. ἀλλ.· τὸ ἐφηβεῦον = οἱ ἔφηβοι, Ἡλιόδ. 7. 8.

French (Bailly abrégé)

1 être adolescent;
2 se livrer aux exercices de l’adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.

Greek Monolingual

ἐφηβεύω (Α) έφηβος
1. είμαι έφηβος, φθάνω στην εφηβική ηλικία
2. επιγρ. «oἱ ἐφηβεύσαντες» — αυτοί που έχουν γίνει έφηβοι
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐφηβεῡον
οι έφηβοι.

Greek Monotonic

ἐφηβεύω: (ἔφηβος), φθάνω στην εφηβική ηλικία.

Middle Liddell

ἔφηβος
to arrive at man's estate.