Ἰάς

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰάς Medium diacritics: Ἰάς Low diacritics: Ιάς Capitals: ΙΑΣ
Transliteration A: Iás Transliteration B: Ias Transliteration C: Ias Beta Code: *)ia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, Adj. fem. Ionic, στρατιή, ἐσθής, Hdt.5.33,87; [γυνή] Id.1.92;

   A τῇ Ἰάδι συγγενεία Th.4.61; διάλεκτος A.D.Adv.189.5, Str. 8.1.2; γλῶττα ibid.: as Subst., Luc.Hist.Conscr.16.    2 the Ionian flower,= ἴον, Nic.Fr.74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, App.Anth.2.21.]

Greek (Liddell-Scott)

Ἰάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ γλῶσσα), ἡ Ἰωνικὴ διάλεκτος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν ἄνθος, = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.

French (Bailly abrégé)

Ἰάδος
1 adj. f. Ionienne;
2Ἰάς (διάλεκτος) dialecte ionien.
Étymologie: cf. Ἰάων.

Greek Monotonic

Ἰάς: -άδος, ἡ, επίθ. θηλ. του Ἰάων, Ἴων·
I. Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. ως ουσ. (ενν. γυνή), γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.
2. (ενν. γλῶσσα), η Ιωνική διάλεκτος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

Ἰάς: Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая (στρατιή, ἐσθής Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).
Ἰάδος ἡ
1) (sc. γυνή) иониянка Her.;
2) (sc. διάλεκτος) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).

Middle Liddell

Ἰάς, άδος, [adj. fem. of Ἰάων, Ἴων,]
I. Ionian, Ionic, Hdt., Thuc.
II. as Subst. (sub. γυνή), an Ionian woman, Hdt.
2. (sub. γλῶσσἀ the Ionic dialect, Luc.