κηραχάτης
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[χᾱ], ου, ὁ,
A wax-agate, Plin.HN37.139.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, wachsgelber Achat, Plin. H. N. 37, 10, 54.
Greek (Liddell-Scott)
κηρᾰχάτης: χᾱ, ου, ὁ, εἶδος ἀχάτου ἔχοντος κήρινον χρῶμα, Πλίν. 37. 54.
Greek Monolingual
κηραχάτης, ὁ (Α)
είδος αχάτη λίθου με κέρινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἀχάτης.