κακόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόγλωσσος Medium diacritics: κακόγλωσσος Low diacritics: κακόγλωσσος Capitals: ΚΑΚΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: kakóglōssos Transliteration B: kakoglōssos Transliteration C: kakoglossos Beta Code: kako/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, E.Hec.661.    II bringing evil [on oneself] by one's tongue, of Niobe, Call.Del.96.

German (Pape)

[Seite 1299] von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόγλωσσος: -ον, κακόγλωσσος βοή, κραυγὴ δυστυχίας, Εὐρ. Ἑκ. 661. ΙΙ. ἐπιφέρων κακὸν (εἰς ἑαυτὸν) διὰ τῆς γλώσσης του, λαλῶν πρὸς ἰδίαν αὑτοῦ βλάβην, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Καλλ. εἰς Δῆλον 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui annonce un malheur.
Étymologie: κακός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει κακή γλώσσα, κακολόγος, κουτσομπόλης
αρχ.
1. (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα λόγια της κακό στον εαυτό της
2. φρ. «βοή κακόγλωσσος» — κραυγή που προμηνύει κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ελευθερό-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].

Greek Monotonic

κᾰκόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που ξεστομίζει κακά, βοὴ κ., κραυγή δυστυχίας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόγλωσσος: возвещающий беду, зловещий (βοή Eur.).

Middle Liddell

κᾰκό-γλωσσος, ον γλῶσσα
ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, Eur.