κυνοκλόπος

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοκλόπος Medium diacritics: κυνοκλόπος Low diacritics: κυνοκλόπος Capitals: ΚΥΝΟΚΛΟΠΟΣ
Transliteration A: kynoklópos Transliteration B: kynoklopos Transliteration C: kynoklopos Beta Code: kunoklo/pos

English (LSJ)

ὁ,

   A dog-stealer, Ar. Ra.605.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων κύνας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 605.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de chien.
Étymologie: κύων, κλέπτω.

Greek Monolingual

κυνοκλόπος, -ον (Α)
αυτός που κλέβει σκύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο-κλόπος, φρενο-κλόπος].

Greek Monotonic

κῠνοκλόπος: -ον (κλέπτω), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοκλόπος: ὁ собакокрад (ирон. эпитет Геракла, вытащившего из Аида на поверхность земли Кербера) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοκλόπος -ου, ὁ [κύων, κλέπτω] hondendief.

Middle Liddell

κῠνο-κλόπος, ον κλέπτω
dog-stealing, Ar.