Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
Full diacritics: μᾰδᾰροκέφᾰλος | Medium diacritics: μαδαροκέφαλος | Low diacritics: μαδαροκέφαλος | Capitals: ΜΑΔΑΡΟΚΕΦΑΛΟΣ |
Transliteration A: madaroképhalos | Transliteration B: madarokephalos | Transliteration C: madarokefalos | Beta Code: madaroke/falos |
ον,
A bald-headed, Tz.H.7.851.
μᾰδαροκέφαλος: -ον, φαλακρός, Τζέτζ.
-η, -ο (Μ μαδαροκέφαλος, -η, -ον)
αυτός που δεν έχει τρίχες στο κεφάλι του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος, κυνο-κέφαλος.