μαδαροκέφαλος

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδᾰροκέφᾰλος Medium diacritics: μαδαροκέφαλος Low diacritics: μαδαροκέφαλος Capitals: ΜΑΔΑΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: madaroképhalos Transliteration B: madarokephalos Transliteration C: madarokefalos Beta Code: madaroke/falos

English (LSJ)

μαδαροκέφαλον, bald-headed, Tz.H.7.851.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδαροκέφαλος: -ον, φαλακρός, Τζέτζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μαδαροκέφαλος, -η, -ον)
αυτός που δεν έχει τρίχες στο κεφάλι του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος, κυνοκέφαλος.