μαδαροκέφαλος
English (LSJ)
μαδαροκέφαλον, bald-headed, Tz.H.7.851.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδαροκέφαλος: -ον, φαλακρός, Τζέτζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ μαδαροκέφαλος, -η, -ον)
αυτός που δεν έχει τρίχες στο κεφάλι του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος, κυνοκέφαλος.