παρθενώδης
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ες,
A maiden-like, St.Byz. s.v. Παρθένιος.
German (Pape)
[Seite 522] ες (εἶδος), von jungfräulichem Ansehen, jungfräullch, St. B. v. Παρθένιος.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς παρθένον, παρθενικός, Στέφ. Β. ἐν λ. Παρθένιος.
Greek Monolingual
-ῶδες, παρθένος
Α ο όμοιος με παρθένο.