στρογγύλωμα

From LSJ
Revision as of 15:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγύλωμα Medium diacritics: στρογγύλωμα Low diacritics: στρογγύλωμα Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΩΜΑ
Transliteration A: strongýlōma Transliteration B: strongylōma Transliteration C: stroggyloma Beta Code: stroggu/lwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A pillow or mosquito-net, τριχῶν Al. 1 Ki. 19.16.

German (Pape)

[Seite 955] τό, das Gerundete, Abgerundete, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγύλωμα: [ῠ], τό, σύμπλεγμα, κόμβος, δεσμός, «κατσάρωμα», τριχῶν Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 16).

Greek Monolingual

το, ΝΑ στρογγυλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα
αρχ.
(για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα.