ἀναφαλαντίασις

From LSJ
Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφαλαντίασις Medium diacritics: ἀναφαλαντίασις Low diacritics: αναφαλαντίασις Capitals: ΑΝΑΦΑΛΑΝΤΙΑΣΙΣ
Transliteration A: anaphalantíasis Transliteration B: anaphalantiasis Transliteration C: anafalantiasis Beta Code: a)nafalanti/asis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A forehead-baldness, Arist.HA518a28.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, Kahlköpfigkeit des Vorderkopfes, neben φαλακρότης Arist. H. A. 3, 11, ἡ κατὰ τὰς ὀφρύας λειότης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφᾰλαντίασις: -εως, ἡ, τὸ ἔχειν φαλακρὸν τὸ ὑπὲρ τὸ μέτωπον μέρος τῆς κεφαλῆς, «ἡ μὲν οὖν κατὰ κορυφὴν λειότης φαλακρότης καλεῖται, ἡ δὲ κατὰ τὰς ὀφρῦς ἀναφαλαντίασις» Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 8.

Greek Monolingual

ἀναφαλαντίασις, η (Α) αναφαλαντίας
1. έναρξη φαλακρότητας
2. απώλεια των τριχών του κρανίου ή του προσώπου (φρύδια κ.λπ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀναφᾰλαντίασις: εως ἡ лысина на лбу Arst.