Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄκρις

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκρις Medium diacritics: ἄκρις Low diacritics: άκρις Capitals: ΑΚΡΙΣ
Transliteration A: ákris Transliteration B: akris Transliteration C: akris Beta Code: a)/kris

English (LSJ)

ιος, ἡ, (ἄκρος) Ep.Noun,

   A hill-top, mountain peak, Hom. only in Od., always in pl., ἄκριες ἠνεμόεσσαι windy mountain tops, Od. 9.400, cf. h.Cer.382; δι' ἄκριας through hill-country, Od.10.281:— sg., Περγαμίης ὑπὲρ ἄκριος Epigr.Gr.1035.8 (Pergam.).

German (Pape)

[Seite 82] ιος, ἡ, ion. = ἄκρα, Bergspitze, Hom. viermal, immer acc. plur. u. vierter Fuß, Od. 16, 565 ἔπ ἄκριας ἠνεμοέσσας, 9, 400 δῖ ἄκριας ἠνεμοέσσας; δι' ἄκριας ἔρχεαι οἶος 10, 281, δι' ἄκριας, ᾗ οἱ Αθήνη

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρις: -ιος, ἡ, (ἄκρος) Ἐπ. ὄνομ., κορυφὴ ὄρους, Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε κατὰ πληθ. ἄκριες ἠνεμόεσσαι, αἱ ἀνεμώδεις κορυφαὶ τῶν ὀρέων, Ὀδ. Ι. 400· πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 383: - καθόλου, ὀρεινὴ χώρα καλεῖται, ἄκριες, Ὀδ. Κ. 381: - καθ’ ἑν. Περγαμίης ὑπὲρ ἄκριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538, 18: - πρβλ. ὄκρις.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
1 sommet d’une montagne;
2 région montagneuse.
Étymologie: ἄκρος.

English (Autenrieth)

ιος (ἄκρος): mountain-top, only pl., ‘heights.’ (Od.)

Spanish (DGE)

(ἄκρῐς) -ιος, ἡ

• Morfología: [gen. -εως IG 5(1).1370.6 (Mesenia I a.C.); ac. plu. ἄκριας Hsch.]
altura, cima ἄκριες ἠνεμόεσσαι Od.9.400, 16.365, h.Hom.27.4, δι' ἄκριας Od.14.2, 10.281, ὑπὲρ ἄκριας Αἰθιοπήων A.R.3.1192, Πηλίου αἰπεινὰς ... ἄκριας A.R.1.520, Περγαμίης ὑπὲρ ἄκ[ρι] ος Orác. en IGR 4.360.18 (Pérgamo II d.C.), cf. h.Cer.382, A.R.3.166, Hsch.

Greek Monotonic

ἄκρις: -ιος, ἡ (ἄκρος), κορυφή λόφου, άκρη, ανώτατη απόληξη υψώματος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκρις: ιος ἡ только pl. горная вершина, высота Hom., HH.

Middle Liddell

ἄκρος
a hill-top, Od.