μεγάμυκος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγάμῡκος Medium diacritics: μεγάμυκος Low diacritics: μεγάμυκος Capitals: ΜΕΓΑΜΥΚΟΣ
Transliteration A: megámykos Transliteration B: megamykos Transliteration C: megamykos Beta Code: mega/mukos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A loud-braying, ὄνος Hsch.

German (Pape)

[Seite 108] Erkl. von ἐρίμυκος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεγάμῡκος: -ον, ὁ μεγάλως, ἠχηρῶς μυκώμενος, «μεγαλομυκητὴς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεγάμυκος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (ως επίθ. του όνου) «μεγαλομυκητής», αυτός που μυκάται ηχηρά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. εύ-μυκος].