κωμαίνω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
A to be drowsy, Hp.Morb.2.22; but κωμαίνεσθαι· κείρασθαι, Hsch. (post κωμική).
German (Pape)
[Seite 1544] schl asen, bes. beständige Neigung zum Schlaf haben, als krankhafter Zustand, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κωμαίνω: (κῶμα) διαρκῶς νυστάζω, Ἱππ. 468. 52.
Greek Monolingual
κωμαίνω (Α) κώμα
νυστάζω διαρκώς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμαίνω [κῶμα] slaperig zijn.