προσδυσκολαίνω
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
A to be refractory towards one, Plu.2.818a.
German (Pape)
[Seite 756] noch dazu mißmuthig, unzufrieden sein, Plut. reip. ger. praec. 24.
Greek (Liddell-Scott)
προσδυσκολαίνω: φέρομαι μετὰ δυστροπίας πρός τινα, Πλούτ. 2. 818Α.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être très fâché contre, τινι.
Étymologie: πρός, δυσκολαίνω.
Greek Monolingual
Α
φέρομαι με δυστροπία σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + δυσκολαίνω «είμαι δύστροπος»].
Russian (Dvoretsky)
προσδυσκολαίνω: досадовать, негодовать (τινί Plut.).