προσδυσκολαίνω
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
to be refractory towards one, Plu.2.818a.
German (Pape)
[Seite 756] noch dazu mißmutig, unzufrieden sein, Plut. reip. ger. praec. 24.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être très fâché contre, τινι.
Étymologie: πρός, δυσκολαίνω.
Russian (Dvoretsky)
προσδυσκολαίνω: досадовать, негодовать (τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσδυσκολαίνω: φέρομαι μετὰ δυστροπίας πρός τινα, Πλούτ. 2. 818Α.
Greek Monolingual
Α
φέρομαι με δυστροπία σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + δυσκολαίνω «είμαι δύστροπος»].