καταγεύομαι
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
A taste, οἴστρου Orac. ap. Phleg.37 J. 2 Medic., examine, probe, τοῦ βάθους Heliod. ap. Orib.46.11.13. II also as Pass., to be conquered in taste, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1342] kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσθείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηθείς.
Greek (Liddell-Scott)
καταγεύομαι: ἀποθ., ἐξετάζω, δοκιμάζω, καταγεύεσθαι τοῦ βάθους Χειρουργ. Ἀρχ. σ. 94. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ., καταγευσθείς· «τῇ γεύσει νικηθεὶς» Φώτιος.
Greek Monolingual
καταγεύομαι (AM)
μσν.
παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς
τῇ γεύσει νικηθείς»
αρχ.
1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι
2. εξετάζω.