προσιδρύω

From LSJ
Revision as of 15:57, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσιδρύω Medium diacritics: προσιδρύω Low diacritics: προσιδρύω Capitals: ΠΡΟΣΙΔΡΥΩ
Transliteration A: prosidrýō Transliteration B: prosidryō Transliteration C: prosidryo Beta Code: prosidru/w

English (LSJ)

   A place near, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ Procl.in Alc.p.138C.:— Med., found in addition or near to, IG2.1649:—Pass., βωμὸς -ιδρυμένος Hld.10.18.    II Pass., to be installed in office, of a priestess, IG22.1346.19.

Greek (Liddell-Scott)

προσιδρύω: ἱδρύω, τοποθετῶ πλησίον, τινά τινι Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Ἀλκ. σ. 138 Creuz.

Greek Monolingual

Α
1. τοποθετώ κοντά («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)
2. μέσ. προσιδρύομαι
θεμελιώνω κοντά ή κατά προσθήκη προς αύξηση («νυνὶ δὲ τοῑς βωμοῑς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.)
3. παθ. (σχετικά με την ιερεία) εγκαθίσταμαι στην υπηρεσία.