ἰδιόομαι
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
[ῐδ], (ἴδιος) Med.,
A make one's own, appropriate, Pl.R.547c, Lg.742b; of literary plagiarism, Phld.D.1.9. 2 make one's friend, τινα D.C.39.29. II Pass., to be specifically constituted, Dam.Pr.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόομαι: (ἴδιος) μέσ., κάμνω τι ἰδικόν μου, λαμβάνω δι᾿ ἐμαυτόν, οἰκειοποιοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 547Β, Νόμ. 742Β, πρβλ. Ἔφορ. 27. 2) κάμνω τινὰ φίλον μου, τινὰ Δίων Κ. 39. 29. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 467.
Greek Monotonic
ἰδιόομαι: (ἴδιος), Μέσ., κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιόομαι: Plat. = ἰδιοποιέομαι.
Middle Liddell
ἰδιόομαι, ἴδιος
Mid. to appropriate to oneself, Plat.