κατευθυντηρία

From LSJ
Revision as of 19:10, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευθυντηρία Medium diacritics: κατευθυντηρία Low diacritics: κατευθυντηρία Capitals: ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ
Transliteration A: kateuthyntēría Transliteration B: kateuthyntēria Transliteration C: katefthyntiria Beta Code: kateuqunthri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A carpenter's line, Sch.Il.15.410, EM740.42.

German (Pape)

[Seite 1398] ἡ, die Richtschnur, Schol. Il. 15, 410, Erkl. von στάθμη. Fem. von κατευθυντήριος, richtend, E. M. 740, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κατευθυντηρία: ἡ, στάθμη, τεκτονικὸν ἐργαλεῖον, ᾧ κανονίζεται τὰ ξύλα (στάφνη), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 410, Ἐτυμολ. Μέγ. 740. 42.