βούκερως

From LSJ
Revision as of 09:25, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

German (Pape)

[Seite 456] ων, 1) = βουκέραος, Her. 2, 41; Aesch. Prom. 590 u. sp. D. – 2) = vorigem, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

βούκερως: -ων, γεν.-ω, ὁ ἔχων κέρατα ὥς τις βοῦς, Ἡρόδ. 2. 41· β. παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 588. ΙΙ.=τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 124.

Spanish (DGE)

-ων

• Morfología: [gen. -ω A.Pr.588]
1 de cuernos de vaca o toro παρθένος A.Pr.l.c., Ἴακχος S.Fr.959, τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Hdt.2.41, cf. Lib.Or.11.114.
2 subst. ὁ β. bot. fenogreco, alholva Dsc.2.102.

Greek Monolingual

βούκερως, -ων (-ω) και βουκέραος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού
2. φρ. «βούκερως παρθένος» η Ιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -κέρως < γεν. κέρα (σ) ος της λ. κέρας.

Greek Monotonic

βούκερως: -ων (κέρας), γεν. , αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βούκερως: 2, gen. ω украшенный бычачьими или коровьими рогами, волорогий (παρθένος, sc. Ἰώ Aesch.; τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Her.).

Middle Liddell

κέρας
horned like an ox or cow, Hdt., Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούκερως -ων, gen. -ω βοῦς, κέρας met runderhorens.

English (Woodhouse)

horned like an ox

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search