πλώϊμος
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
German (Pape)
[Seite 639] auch πλόϊμος, 2 Endgn, tauglich zur Schifffahrt; vom Schiffe, tauglich zur Fahrt, die Fahrt aushaltend, τριήρεις πλώϊμοι, Thuc. 2, 13; ζεύξαντες τὰς παλαιάς, ὥςτε πλωΐμους εἶναι, 1, 29; τριήρεις πλοΐμους καὶ ἐντελεῖς, Aesch. 2, 175; Dem. 56, 23 (Bekker πλόϊμος), wie ih. 40, ἐπεσκευάσθη καὶ πλόϊμος ἐγένετο; – vom Meere, καταστάντος τοῦ Μίνω ναυτικοῦ πλωϊμώτερα ἐγίγνετο, Thuc. 1, 8; ποταμός, Plut. Sull. 20; βάθος, Pomp. 78; u. vom Winde, der Schifffahrt günstig, πλωΐμων γενομένων, D. Hal. 2, 64, als die Schifffahrt wieder durch gute Winde eröffnet wurde. u. allgemeiner, ἤδη πλωϊμωτέρων ὄντων, Thuc. 1, 7, als die Umstände für die Schifffahrt günstiger geworden, in beiden Stellen als neutr. zu fassen; vgl. τὰ πλώϊμα τῆς ὥρας μηδέπω ἐστίν, Heliod. 5, 21. – Vom Holze Plut. Symp. 5, 3, 1, τῶν ξύλων παρέχει τὰ πλοϊμώτατα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 propre à la navigation ; πλωΐμων γενομένων THC ou ὄντων THC les circonstances étant favorables pour la navigation;
2 propre à la construction des navires.
Étymologie: πλώω.
Greek Monotonic
πλώϊμος: ή πλόϊμος, -ον (πλώω), κατάλληλος προς πλεύση·
1. λέγεται για πλοίο, κατάλληλος για τη θάλασσα, αξιόπλοος.
2. λέγεται για τη ναυτιλία, πλωϊμοτέρων γενομένων ή ὄντων, καθώς η ναυσιπλοΐα εξελισσόταν, καθώς οι περιστάσεις γίνονταν καλύτερες για τη ναυσιπλοΐα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πλώϊμος:
1) годный для плавания (τριήρεις Thuc.);
2) годный для судостроения, корабельный (τὰ ξύλα Plut.);
3) судоходный (ποταμός Plut.);
4) благоприятствующий плаванию: πλωϊμωτέρων γενομένων или ὄντων Thuc. когда условия мореплавания стали более благоприятны.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλώϊμος -ον [πλώω] zeewaardig:. ναῦς... ὥστε πλώιμους εἶναι zodat de schepen zeewaardig waren Thuc. 1.29.3. bevaarbaar:; τὴν θάλατταν ἐκ Διονυσίων πλώιμον εἶναι dat de zee na de Dionysusfeesten bevaarbaar is Thphr. Char. 3.3; subst. n. plur. scheepvaart:. πλωϊμώτερα ἐγένετο er kwam meer scheepvaart Thuc. 1.8.2.
English (Woodhouse)
(see also: πλώιμος) fit for navigation, fit for sailing, fit for service