ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
ή, όν :
de Celtique ou des Celtes ; ἡ Κελτική la Gaule.
Étymologie: Κελτός.
Κελτικός, ή, όν [from Κελτοί
Celtic, Gallic, fem. Κελτίς, ίδος, Anth.