εὐψυχία

Revision as of 14:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ἡ,

   A good courage, high spirit, A.Pers.326, E.Med.403, Th.1.121, etc.; goodness of soul, opp. κακοψυχία, Pl.Lg.791c.

German (Pape)

[Seite 1111] ἡ, der gute Muth, die Tapferkeit; Aesch. Pers. 318; Eur. Suppl. 175 u. öfter; Thuc. 1, 121 u. öfter, wie Folgde; Ggstz κακοψυχία, Plat. Legg. VII, 791 c; neben ἀνδρεία Dem. 61, 24; im plur., Pol. 2, 69, 5.

Greek (Liddell-Scott)

εὐψῡχία: ἡ, καλὸν θάρρος, γενναιότης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 326, Εὐρ. Μήδ. 402, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ.· ἀντίθετον τῷ κακοψυχία, Πλάτ. Νόμ. 791C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon courage, courage, assurance.
Étymologie: εὔψυχος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐψυχία) [[[εύψυχος]] Ι]
ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα
αρχ.
ψυχική αγαθότητα, αντίθ. του κακοψυχία.

Greek Monotonic

εὐψῡχία: ἡ, καλό θάρρος, γενναιότητα, υψηλό φρόνημα, ηθικό, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐψῡχία: ἡ тж. pl. душевное спокойствие, бодрость, мужество, решимость Aesch., Eur., Thuc., Plat., Arst., Dem., Polyb., Plut.

Middle Liddell

εὐψῡχία, ἡ,
good courage, high spirit, Aesch., etc. [from εὔψῡχος]

English (Woodhouse)

bravery, courage