ἀγαλματοποιός
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ὁ,
A sculptor, Hdt.2.46, Pl.Prt.311c, etc.; γραφεῖς ἢ ἀ. Arist.Pol.1340a38.
German (Pape)
[Seite 8] ὁ, Bildhauer, Her. 2, 46; Plat. Prot. 311 c, vom Polyklet u. Phidias.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλματοποιός: ὁ, κατασκευάζων ἀγάλματα, λιθοξόος. Ἡρόδ. 2. 46, Πλάτ. Πρωτ. 311C. κτλ., γραφεῖς ἢ ἀγ., Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 21: - ἀγαλματοποιέω, κατασκευάζω ἀγάλματα, Πολύδ. 7. 108: - ἀγαλματοποιητικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαλματοποιόν· ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), παρὰ Πολυδ. 1. 13· - ἀγαλματοποιία, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀγαλματοποιοῦ, Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 49, Α. Β. 335, Πολυδ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
statuaire, sculpteur.
Étymologie: ἄγαλμα, ποιέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
escultor, tallista, imaginero Hdt.2.46, Pl.Prt.311c, IG 22.10B.2.9 (V/IV a.C.), 217.15 (IV a.C.), Philostr.VA 8.7.3, Aesop.90, IAphrodisias 3.76.4 (III d.C.), ἀγαλματοποιοὶ Πάριοι ICr.1.5.6.4 (Arcades I a./d.C.)
•del Demiurgo ἀγαλματοποιὸς τοῦ κόσμου imaginero del cosmos Procl.in Ti.3.6.10.
Greek Monotonic
ἀγαλματοποιός: ὁ (ποιέω), τεχνίτης αγαλμάτων, γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγαλμᾰτοποιός: ὁ ваятель, скульптор Her., etc.
Middle Liddell
ποιέω
a maker of statues, a sculptor, statuary, Hdt., Plat., etc.