πύρπνους

From LSJ
Revision as of 14:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. πύρπνοος.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. πύρπνοος, -οον, Α
αυτός που εκβάλλει φωτιά («πύρπνοον... βέλος» — η αστραπή, Αισχύλ.).
επίρρ...
πυρπνόως Μ
(για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής) σαν πνοή φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύρπνους -ουν, contr. πύρπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuurspuwend.

Middle Liddell

πύρ-πνους, ουν, = πυρίπνοος
firebreathing, Τυφών Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

breathing fire

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)