ἀληθόμαντις
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
εως ὁ, ἡ,
A prophet of truth, A.Ag.1241, Ph.2.176.
German (Pape)
[Seite 94] ἡ, Wahrheitsprophetin, Cassandra, Aesch. Ag. 1214.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθόμαντις: ὁ, ἡ, ὁ προφητεύων τὴν ἀλήθειαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1341· πρβλ. κακόμαντις.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
prophète de vérité.
Étymologie: ἀληθής, μάντις.
Spanish (DGE)
-εως
• Prosodia: [ᾰ-]
profeta verídico A.A.1241, Ph.2.176.
Greek Monolingual
ἀληθόμαντις, ο, η (Α)
ο μάντης της αλήθειας, αυτός που προφητεύει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + μάντις.
Greek Monotonic
ἀληθόμαντις: ὁ, ἡ, ο προφήτης της αλήθειας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀληθόμαντις: εως ὁ и ἡ истинный прорицатель Aesch.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀληθόμαντις -εως, ἡ ἀληθής, μάντις profetes van waarheden; waarheidsprofetes.