ὀλιγάκις
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A but few times, seldom, Hp.VM9, Epid.1.26. δ', E.Or.393, Th.6.38, Pl. Phlb.52c, etc. ; ὀ. καὶ ὀλιγαχοῦ Arist.Rh.1404b29 :—a form ὀλιγάκι is cited in EM172.6.
German (Pape)
[Seite 319] wenige Male, selten; Eur. Or. 387; Thuc. 6, 38; Ggstz von πολλάκις, Plat. Phil. 52 b, öfter; Dem. 12, 11 (epist. Phil.)
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ὀλίγος) ὀλίγας μόνον φοράς, σπανίως, ἀντίθετ. τῷ πολλάκις, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 11, Εὐρ. Ὀρ. 393, Θουκ. 6. 38, Πλάτ., κτλ.· ὀλ. καὶ ὀλιγαχοῦ Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. 2) σπανίως ἐπὶ θετικῆς σημασίας, ἐνίοτε, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ πρῶτον 976· -τύπος τις ὀλιγάκι μνημονεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 172. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
peu souvent, rarement.
Étymologie: ὀλίγος, -ακις.
Greek Monolingual
(Α ὀλιγάκις και ὀλιγάκι)
επίρρ. λίγες φορές, από καιρό σε καιρό, σπάνια («δι' αὐτὰ ἡ πόλις ἡμῶν ὀλιγάκις μὲν ἡσυχάζει», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις, συχν-άκις)].
Greek Monotonic
ὀλῐγάκῐς: [ᾰ], επίρρ. (ὀλίγος), λίγες μόνο φορές, σπανίως, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγάκις: adv. нечасто, редко (ὀ. καὶ ὀλιγαχοῦ Arst.).
Middle Liddell
ὀλῐγά˘κῐς, αδϝ. ὀλίγος
but few times, seldom, Eur., Thuc., etc.